στρουθοκέφαλος

στρουθοκέφαλος
στρουθο-κέφᾰλος, ον,
A with the head of a στρουθός, Plu.2.520c, Gal.19.454.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στρουθοκέφαλος — ον, Α αυτός που έχει κεφάλι όμοιο με τής στρουθοκαμήλου, αυτός που έχει στενόμακρο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ταυρο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • στρουθοκέφαλον — στρουθοκέφαλος with the head of a masc/fem acc sg στρουθοκέφαλος with the head of a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθοκεφάλους — στρουθοκέφαλος with the head of a masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθοκέφαλα — στρουθοκέφαλος with the head of a neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”